- απόσωσμα
- το (Μ ἀπόσωσμα)ό,τι προσθέτει κανείςνεοελλ.1. η συμπλήρωση, η ολοκλήρωση μιας εργασίας2. η άκρη ενός πράγματος3. το τελευταίο παιδί, το στερνογένι4. ό,τι έχει απομείνει από ποσότητα υγρού, κυρίως κρασιούμσν.φτάσιμο, άφιξη.
Dictionary of Greek. 2013.